- φόριον
- τὸ, Αβλ. φορείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορίον — φορέω repeated pres part act masc voc sg (doric) φορέω repeated pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόριον — φορέω repeated imperf ind act 3rd pl (doric) φορέω repeated imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόριον — ἀ̱φόριον , ἀφοράω look away from imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀ̱φόριον , ἀφοράω look away from imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἀφοράω look away from imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀφοράω look… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιφόριον — ἡμιφόριον, τὸ (Α) (αντί ημιφάριον*) μισό ιμάτιο, δηλαδή κοντό εξωτερικό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φοριον (< φορώ), πρβλ. οινο φόριον, σημο φόριον] … Dictionary of Greek
ιματιοφόριον — ἱματιοφόριον, τὸ (Α) η ιματιοφορίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + φόριον (< φορον < φέρω), πρβλ. αρτο φόριον] … Dictionary of Greek
ὑφόριον — ὑ̱φόριον , ὑφοράω look at from below imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ὑ̱φόριον , ὑφοράω look at from below imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) ὑφοράω look at from below imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ὑφοράω look at from… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SELLA Equestris — primum memoratur l. 47. Cod. Thieod. de Cursu publ. nec ante tempora Valentiniani Impetatoris eius fere mentio, ut et stapedum, de quibus aliquid diximus supra, in voce Scala. A sagmate differt, quod hoc propriê avimalibus onera baiulantibus… … Hofmann J. Lexicon universale
αρτοφόριο — Ιερό λειτουργικό σκεύος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας επάνω στην Αγία Τράπεζα. Κατασκευάζεται από χρυσό ή ασήμι ή από άλλο μέταλλο ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του ναού. Στο α. φυλάσσεται ο άρτος που προορίζεται για τη μετάληψη,… … Dictionary of Greek
βιβλιοφόριον — βιβλιοφόριον, το (Α) θήκη βιβλίων ή επιστολών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + φοριον < φορον < φέρω (πρβλ. αρτοφόριον, ωμοφόριον)] … Dictionary of Greek
φορείο — το / φορεῑον, ΝΜΑ, και φόριον Α [φορεύς] είδος φορητού καθίσματος ή κρεβατιού με το οποίο μεταφέρεται κάτι ή κάποιος από άλλους (α. «μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε με φορείο στο νοσοκομείο» β. «ὅν χωλὸν ὄντα καὶ φορείῳ... προσκομιζόμενον», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek